Dictionary of Greek. 2013.
ελάφρωση — η η ελάφρυνση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάφρωση — και σιά, η η ελάφρωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἐλάφρωσις] … Dictionary of Greek